- ληστικός
- λῃστικός, -ή, -όν (Α) [ληστής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστικήη ληστεία3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λῃστικόνα) πειρατείαβ) πειρατικά πλοία.επίρρ...ληστικῶς (Α)με ληστρικό τρόπο, με τον τρόπο τών ληστών ή τών πειρατών.
Dictionary of Greek. 2013.