ληστικός

ληστικός
λῃστικός, -ή, -όν (Α) [ληστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική
η ληστεία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λῃστικόν
α) πειρατεία
β) πειρατικά πλοία.
επίρρ...
ληστικῶς (Α)
με ληστρικό τρόπο, με τον τρόπο τών ληστών ή τών πειρατών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λῃστικός — piratical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικά — λῃστικός piratical neut nom/voc/acc pl λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc/acc dual λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικώτερον — λῃστικός piratical adverbial comp λῃστικός piratical masc acc comp sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικῶν — λῃστικός piratical fem gen pl λῃστικός piratical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικοῖς — λῃστικός piratical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικοῦ — λῃστικός piratical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικήν — λῃστικός piratical fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”